- εὐχειρίη
- εὐχειρίαmanual dexterityfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευχειρία — εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [εύχειρ] 1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία 2. δεξιοτεχνία … Dictionary of Greek